- πανουργικός
- -ή, -όν, ΜΑ [πανούργος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανούργο, δόλιοςαρχ.φρ. «πανουργικὸν ξύλον»(πιθ. εσφ. ανάγν. τού πανιούρινον = παλιούρινον) η αγχόνη.επίρρ...πανουργικῶςμε πανούργο, δόλιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.